-
1 γλυκερός
γλυκερός, = γλυκύς, Hom. oft, μέλι Odyss. 20, 69, γάλα 4, 88, μέϑυ 14, 194, ὕδωρ 12, 306, συκέαι 7, 116, σῖτος Iliad. 11, 89, ὕπνος Odyss. 4, 295, μολπή Iliad. 13, 637, νόστος Odyss. 22, 323; ἦλϑες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος. οὔ σ' ἔτ' ἔγωγε ὄψεσϑαι ἐφάμην Odyss. 16, 23. 17, 41; comparat. Odyss. 9, 28 οὔ τοι ἔγωγε ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσϑαι; – νόστος, εὐναί, Pind. P. 4, 32. 9, 12; Archil. 55; Ar. Lys. 971 u. sp. D.; βίοτος Anacr. 60, 4; ἄνϑος Strab. 4 (XII, 4); βυϑοί Νείλου, fruchtbar, Ep. ad. 63 (IX, 386); vgl. Tull. Gem. 7 (IX, 707); Themist.
См. также в других словарях:
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek